ξενοκρατία

ξενοκρατία
η
1. το να κυριαρχείται ή να διοικείται μια χώρα από ξένους.
2. ο επηρεασμός της πολιτικής μιας χώρας από ξένους παράγοντες: Η ξενοκρατία στην Ελλάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξενοκρατία — η 1. η κυριαρχία τών ξένων στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή ενός τόπου 2. η υπερίσχυση ξένων παραγόντων στη διακυβέρνηση μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. λαο κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ξενοκρατικός — ή, ό [ξενοκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξενοκρατία …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • ξενοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξενοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”